Ως «υπογονιμότητα» ορίζεται ως η αδυναμία ενός ζευγαριού να επιτύχει σύλληψη έπειτα από τουλάχιστον ένα έτος τακτικών σεξουαλικών επαφών χωρίς αντισυλληπτική προστασία.

Η υπογονιμότητα διακρίνεται σε πρωτοπαθή όταν δεν υπάρχει κύηση στο παρελθόν και δευτεροπαθή όταν η γυναίκα αναφέρει προηγούμενη κύηση.

Η υπογονιμότητα αφορά κοινό πρόβλημα του ζευγαριου, για το λόγο αυτό πρέπει να συζητούν από κοινού με τον ειδικό ιατρό της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.

Τα αίτια της υπογονιμότητας είναι αρκετά και διαφορετικής φύσης.

Ο έλεγχος που πραγματοποιείται αφορά στον μεν άνδρα τη διερεύνηση της ποιότητας του σπέρματος με τη διενέργεια ενός σπερμοδιαγράμματος, στη δε γυναίκα τη διερεύνηση της ωοθυλακιορρηξίας και της βατότητας των σαλπίγγων της.

Η αντιμετώπιση του υπογόνιμου ζευγαριού εξαρτάται από το ιστορικό και τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων.

Η εξωσωματική γονιμοποίηση IVF είναι η πιο συνηθισμένη μέθοδος Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής.

Το σπέρμα τοποθετείται στον κόλπο ή στη μήτρα της γυναίκας. Είναι μία μέθοδος κατά την οποία γίνεται γονιμοποίηση του ωαρίου από το σπερματοζωάριο στο εργαστήριο. 

Άλλες μέθοδοι υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, οι οποίες βασίζονται σε παρόμοιες τεχνικές, είναι:

  • Η κατάψυξη ωαρίων ή/και εμβρύων: τα  ωάρια  καταψύχονται, για να αποψυχθούν στο μέλλον.
  • Η εξωσωματική γονιμοποίηση με ωάριο δότη: σε περίπτωση που οι ωοθήκες υπολειτουργούν,  τότε επιλέγεται η μέθοδος αυτή. Ακολουθείται ακριβώς η ίδια διαδικασία με την εξωσωματική γονιμοποίηση με τη διαφορά ότι τα ωάρια έχουν ληφθεί από δότρια.